- ἀναγκάσωσι
- ἀναγκάζωforceaor subj act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρευλαβούμαι — έομαι, Α φοβούμαι μήπως γίνει κάτι («παρευλαβεῑσθαι μή ποτε... ἀναγκάσωσι μεταθεῑναί τι», Σχόλ. Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εὐλαβοῦμαι «σέβομαι, φοβάμαι»] … Dictionary of Greek